- ἀεί-ζωος
ἀεί-ζωος, stets lebendig, τιμή Plat. Ep. 8, 356 a; Χάριτες Alc. Mss. (Plan. 7); στέφανος, immer grün, Ant. Sid. 70 (VII, 14); τό, Hauslauch, φυτὸν ἀειϑαλές Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀεί-ζωος, stets lebendig, τιμή Plat. Ep. 8, 356 a; Χάριτες Alc. Mss. (Plan. 7); στέφανος, immer grün, Ant. Sid. 70 (VII, 14); τό, Hauslauch, φυτὸν ἀειϑαλές Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημίζωος — ἡμίζωος, ον (Α) μισοζωντανός, μόλις ζωντανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ζωος (< ζωή), πρβλ. αεί ζωος, πολύ ζωος] … Dictionary of Greek
κορακόζωος — η, ο κορακοζώητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρακας + ζωος (< ζωή), πρβλ. αεί ζωος, εύ ζωος] … Dictionary of Greek