περι-σωρεύω

περι-σωρεύω

περι-σωρεύω, darum, daran aufhäufen; τῷ ἀγγείῳ χιόνα, Plut. Symp. 6, 4; ἡ σκηνὴ περισωρευϑεῖσα λαφύροις, Timol. 29.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περιεσώρευε — περϊεσώρευε , περί , εἰσ ὁρεύω imperf ind act 3rd sg περϊεσώρευε , περί , εἰσ ὠρεύω take care of imperf ind act 3rd sg περϊεσώρευε , περί , εἰσ ὠρεύω take care of pres imperat act 2nd sg περϊεσώρευε , περί , εἰσ ὠρεύω take care of imperf ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισάττω — Α 1. συσσωρεύω κάτι γύρω, σωρεύω ολόγυρα, περισωρεύω 2. (σχετικά με οπές) φράζω τελείως, στουπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σάττω «φορτώνω, γεμίζω καλά»] …   Dictionary of Greek

  • σάττω — ΝΑ, και ιων. τ. σάσσω Α νεοελλ. σελώνω, σαμαρώνω μσν. καταβυθίζω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς, γεμίζω μέχρι επάνω («πᾱς δ ἀνὴρ ἔσαττε τεῡχος ἡ κόϊκ ἢ κωρύκους», Φερεκρ.) 2. παραφουσκώνω, παραγεμίζω 3. τακτοποιώ κάτι εναποθέτοντάς το σε αλλεπάλληλα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”