ἀγλαΐα

ἀγλαΐα

ἀγλαΐα, (ἀγλαός), Glanz, Pracht, im guten Sinn, Hom. von der Schönheit der Penelope, Od. 18, 180; ähnl. Soph. El. 204; ἵππος ἀγλαΐηφι πεποιϑώς Il. 6, 510. 15, 267; mit κῦδος verb. dem ὄνειαρ, Nutzen, entgegengesetzt Od. 15, 78; ἀγλαΐης ἕνεκεν κύνας κομέουσιν, zum Staat, 17, 310; vgl. ἀγλαΐας ἕνεκα ἵππῳ χαίτη Xen. Eq. 5, 8; plur. Od. 17, 244, ἀγλαΐας, τὰς νῦν ὑβρίζων φορέεις, das Vornehmtun, die Hoffahrt; Pind. Sieg und Siegesfreude, νικαφόρος ἀγ, Ol. 13, 14; ἀγλαΐαν πόρεν αὐτῷ I. 2, 18; ἔδειξεν P. 6, 46. Auch Hes. vrbdt ἀγλαΐαις τε χοροῖς τε, sie ergötzten sich in Festfreude u. Tanz, Sc. 272; vgl. 284; Plut. Lyc. 21 καὶ χοροὶ καὶ μοῦσαι καὶ ἀγλαΐα. – Sp. D. von Freude u. Schmuck öfter, wie Strat. 37 (XII, 195) die Blumen ἔαρος ἀγλαΐαι nennt. In Prosa Xenoph. (f. oben) u. Sp., wie Julian. – Seit Hes. Th. 909 eine der Chariten.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ἀγλαία — Ἀγλαίᾱ , Ἀγλαία fem nom/voc/acc dual Ἀγλαίᾱ , Ἀγλαία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαία — ἀγλαΐᾱ , ἀγλαία splendour fem nom/voc/acc dual ἀγλαΐᾱ , ἀγλαία splendour fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγλαίᾳ — Ἀγλαίᾱͅ , Ἀγλαία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαίᾳ — ἀγλαΐαι , ἀγλαία splendour fem nom/voc pl ἀγλαΐᾱͅ , ἀγλαία splendour fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγλαΐα — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις τρεις Χάριτες, κόρη του Δία και της Ευρυνόμης, προσωποποίηση της ευθυμίας. Κατά τον Ησίοδο ήταν η νεότερη από τις τρεις Χάριτες και σύζυγος του Ηφαίστου. 2. Σύζυγος του Αμυθάονα, από τον οποίο γέννησε… …   Dictionary of Greek

  • Αγλαΐα — η κύρ. όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μητροπούλου, Αγλαΐα — (Αθήνα 1929 –). Ιστορικός, λογοτέχνης και κριτικός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε σε πανεπιστήμια του Παρισιού και του Λονδίνου. Κριτικές στις μελέτες έχουν… …   Dictionary of Greek

  • Ἀγλαίας — Ἀγλαίᾱς , Ἀγλαία fem acc pl Ἀγλαίᾱς , Ἀγλαία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαίας — ἀγλαΐᾱς , ἀγλαία splendour fem acc pl ἀγλαΐᾱς , ἀγλαία splendour fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγλαιάων — Ἀγλαιά̱ων , Ἀγλαία fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαιάων — ἀγλαϊά̱ων , ἀγλαία splendour fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”