- ἀ-κληρωτί
ἀ-κληρωτί, ohne zu loofen, Lys. 16, 16; Dio. C. 42. 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-κληρωτί, ohne zu loofen, Lys. 16, 16; Dio. C. 42. 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κληρωτί — και κληρωτεί (Α) επίρρ. με κλήρο, με λαχνό («ἀπὸ φυλῆς Βενιαμὶν κληρωτὶ πόλεις δεκατρεῑς», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κληρωτός] … Dictionary of Greek