- ἀγλαό-βοτρυς
ἀγλαό-βοτρυς, ὀπώρη, schöntraubig, Nonn. D. 18, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγλαό-βοτρυς, ὀπώρη, schöntraubig, Nonn. D. 18, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μικρόβοτρυς — μικρόβοτρυς, υος, ο και η (Α) αυτός που έχει μικρούς βότρυς, μικρά τσαμπιά ή ρώγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + βότρυς «σταφύλι» (πρβλ. αγλαό βοτρυς, καλλί βοτρυς] … Dictionary of Greek