- ἀγλαό-δενδρον
ἀγλαό-δενδρον ματέραΛοκρῶν, Opus mit herrlichen Bäumen, Pind. Ol. 9, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγλαό-δενδρον ματέραΛοκρῶν, Opus mit herrlichen Bäumen, Pind. Ol. 9, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλυτόδενδρος — κλυτόδενδρος, ον (Α) αυτός που είναι περίφημος για τα δένδρα του («κλυτοδένδρου Πιερίης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + δενδρος (< δένδρον), πρβλ. αγλαό δενδρος, φιλό δενδρος] … Dictionary of Greek