ἀγλαό-κωμος

ἀγλαό-κωμος

ἀγλαό-κωμος φωνή, das Fest verherrlichende Stimme, Pind. Ol. 3, 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύκωμος — (I) ον Α 1. αυτός που μετέχει σε πολλούς κώμους, σε πολλά συμπόσια και χορούς, αυτός που διασκεδάζει συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κωμος (< κῶμος «διασκέδαση, εορτή»), πρβλ. αγλαό κωμος]. (II) ον, Μ (για τόπο) αυτός που έχει πολλές κώμες,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”