ἀκουάζομαι

ἀκουάζομαι

ἀκουάζομαι, hören, Hom. dreimal, in derselben Stelle des Verses, Versende ἀκουάζωνται ἀοιδοῦ Od. 9, 7 u. ἀκουάζεσϑε δ' ἀοιδοῦ 13, 9; – πρώτωγὰρ καὶ δαιτὸς ἀκουάζεσϑον ἐμεῖο Iliad. 4, 343; Scholl. Aristonic. ὅτι ἀκουάζεσϑον εἶπε τροπικῶς ἀντὶ τοῠ ἐπαισϑάνεσϑαι, ἐπεὶ ἡ ἀκοὴ εἶδός ἐστιν αἰσϑήσεως ..... καὶ τὸ »τοὶ δὲ (Bkk. οὐδὲ) πληγῆς ἀίοντες (11, 532)«; Didym. Scholl. οὐ λέγει δὲ τῆς ἐμῆς δαιτὸς πρῶτοι ἀκούετε, ἀλλὰ πρῶτοί μου ἀκούετε περὶ δαιτός. οὕτως Ἀρίσταρχος. – H. Merc. 423 aktiv. ἀκουάζοντα ϑυμῷ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ακουάζομαι — ἀκουάζομαι (Α) [ἀκουή] 1. ακούω, προσέχω 2. είμαι καλεσμένος, προσκεκλημένος 3. Ιατρ. ακούω, ακροώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Προτιμότερη θεωρείται η άποψη ότι το ρ. ἀκουάζομαι δεν είναι παράγωγο τής λ. ἀκουή αλλά επαυξημένος εκφραστικός τ. προερχόμενος από το …   Dictionary of Greek

  • ἀκουάζῃ — ἀκουάζομαι hear pres subj mid 2nd sg ἀκουάζομαι hear pres ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουαζομένους — ἀκουάζομαι hear pres part mid masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουαζόμενοι — ἀκουάζομαι hear pres part mid masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουάζεσθαι — ἀκουάζομαι hear pres inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουάζονται — ἀκουάζομαι hear pres ind mid 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουάζωνται — ἀκουάζομαι hear pres subj mid 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουάζεσθον — ἀ̱κουάζεσθον , ἀκουάζομαι hear imperf ind mid 2nd dual (doric aeolic) ἀκουάζομαι hear pres imperat mid 2nd dual ἀκουάζομαι hear pres ind mid 3rd dual ἀκουάζομαι hear pres ind mid 2nd dual ἀκουάζομαι hear imperf ind mid 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουάζεσθε — ἀ̱κουάζεσθε , ἀκουάζομαι hear imperf ind mid 2nd pl (doric aeolic) ἀκουάζομαι hear pres imperat mid 2nd pl ἀκουάζομαι hear pres ind mid 2nd pl ἀκουάζομαι hear imperf ind mid 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …   Dictionary of Greek

  • ἀκουᾷ — ἀκοή hearing fem dat sg (doric aeolic) ἀκουάζομαι hear fut ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) ἀκουή fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”