- ἀγορᾱ-νομία
ἀγορᾱ-νομία, ἡ, B. A., Zon., Suid. λογιστεία, εἴρηται δὲ ἐπὶ τῶν ἐπισκοπούντων τὰ τῶν πόλεων ὤνια. Amt des Marktmeisters, Arist Pol. 7, 11, 3. Bei Plut., Dionys. u. Sp. Aedilität der Römer.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγορᾱ-νομία, ἡ, B. A., Zon., Suid. λογιστεία, εἴρηται δὲ ἐπὶ τῶν ἐπισκοπούντων τὰ τῶν πόλεων ὤνια. Amt des Marktmeisters, Arist Pol. 7, 11, 3. Bei Plut., Dionys. u. Sp. Aedilität der Römer.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιδιονομία — ἰδιονομία, ἡ (Μ) η αυτονομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + νομία (< νομος < νόμος), πρβλ. αγορα νομία, παρα νομία] … Dictionary of Greek