ἀγοραστής

ἀγοραστής

ἀγοραστής, , der Käufer, Aristot. Oec. II, 34; Athen. XIV, 652 c. Bes. hieß so der den Einkauf für die Küche besorgende Sklav, der später ὀψωνάτωρ hieß, vgl. Poll. 3, 126 (ὁ ἀγ. ἐπὶ τοῠ ὀψωνοῠντος τέτακται); Athen. IV, 171 a (ἐκάλουν ἀγ. τὸν τὰ ὄψα ὠνούμενον) u. das. Men. B. A. 339 ὃν'Ρωμαῖοι ὀψωνάτορα καλοῦσιν. So schon Xen. Mem. 1, 5, 2 διάκονος καὶ ἀγ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀγοραστής — the slave who had to buy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγοραστής — ο (Α ἀγοραστής) αυτός που αγοράζει κάτι, καταναλωτής, πελάτης αρχ. δούλος επιφορτισμένος να κάνει τις αναγκαίες προμήθειες για το σπίτι τού κυρίου του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγοράζω. ΠΑΡ. ἀγοραστικός] …   Dictionary of Greek

  • αγοραστής — ο θηλ. άστρια αυτός που αγοράζει: Βρέθηκε αγοραστής για το σπίτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγορασταῖς — ἀγοραστής the slave who had to buy masc dat pl ἀγοραστός bought fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγορασταί — ἀγοραστής the slave who had to buy masc nom/voc pl ἀγοραστός bought fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγοραστοῦ — ἀγοραστής the slave who had to buy masc gen sg ἀγοραστός bought masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγοραστῇ — ἀγοραστής the slave who had to buy masc dat sg (attic epic ionic) ἀγοραστός bought fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγοραστήν — ἀγοραστής the slave who had to buy masc acc sg (attic epic ionic) ἀγοραστός bought fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγοραστῶν — ἀγοραστής the slave who had to buy masc gen pl ἀγοραστός bought fem gen pl ἀγοραστός bought masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πώληση — (Νομ.). Αμφοτεροβαρής ενοχική σύμβαση (ενοχή) που αποβλέπει στη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματος ή δικαιώματος από ένα πρόσωπο (πωλητή) σε ένα άλλο (αγοραστή) αντί καταβολής ενός χρηματικού, κατά κύριο τουλάχιστον λόγο,… …   Dictionary of Greek

  • αγοραπωλησία — Η πράξη της αγοράς και της πώλησης. Υπάρχουν πολλών ειδών α., αλλά οι πιο αντιπροσωπευτικές του όρου είναι εκείνες που γίνονται στα χρηματιστήρια. Οι κυριότερες είναι: η α. με προθεσμία, η α. επί δώρω, η α. τοις μετρητοίς και η α. σταθερά. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”