αγοραστικός — ή, ό (Α ἀγοραστικός, ὴ, ὸν) [αγοράζω] ο σχετικός με την αγορά και πώληση, ο εμπορικός νεοελλ. φρ. «αγοραστική αξία», η ανταλλακτική αξία αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ αγοραστική (ενν. τέχνη) το εμπόριο … Dictionary of Greek
αγοραστικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με την αγορά και το πούλημα: Το χρήμα δεν έχει πάντα την ίδια αγοραστική δύναμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγοραστικόν — ἀγοραστικός of masc acc sg ἀγοραστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοραστικῆς — ἀγοραστικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοραστικήν — ἀγοραστικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοραστικῶς — ἀγοραστικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγοραστής — ο (Α ἀγοραστής) αυτός που αγοράζει κάτι, καταναλωτής, πελάτης αρχ. δούλος επιφορτισμένος να κάνει τις αναγκαίες προμήθειες για το σπίτι τού κυρίου του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγοράζω. ΠΑΡ. ἀγοραστικός] … Dictionary of Greek
αναλωτικός — ή, ό (Α ἀναλωτικός, ή, όν) [ἀναλωτής] αυτός που προκαλεί δαπάνες, δαπανηρός, πολυδάπανος νεοελλ. αυτός που καταναλίσκει, καταναλωτικός, αγοραστικός … Dictionary of Greek