- περι-στένω
περι-στένω, umseufzen, umtönen, c. acc., H. h. 18, 21; beseufzen, Luc. Dem. enc. 9. – Aber γαστὴρ περιστένεται, Il. 16, 163, hängt mit στενός zusammen, der Magen wird zu eng, strotzt von Ueberfüllung.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-στένω, umseufzen, umtönen, c. acc., H. h. 18, 21; beseufzen, Luc. Dem. enc. 9. – Aber γαστὴρ περιστένεται, Il. 16, 163, hängt mit στενός zusammen, der Magen wird zu eng, strotzt von Ueberfüllung.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταστένω — (Α) στενάζω για κάποιον ή για κάτι, θρηνώ, κλαίω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στένω (< στένω «στενάζω»), πρβλ. μετα στένω, περι στένω] … Dictionary of Greek
μεταστένω — (Α) (ενεργ. και μέσ.) θρηνώ ή κλαίω για κάτι ή μετά από κάτι («μὴ μεταστένειν πόνον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + στένω (< στένω «στενάζω, θρηνώ»), πρβλ. κατα στένω, περι στένω] … Dictionary of Greek
περιστένω — και επικ. τ. περιστείνω και περιστένομαι και περιστείνομαι Α 1. στενάζω για κάτι γύρω γύρω ή αντηχώ, αντιλαλώ ολόγυρα («περιστένει οὔρεος ἠχώ», Ύμν. Πάν.) 2. στενοχωρώ («περιστένεται δὲ τε γαστήρ» στενοχωρείται, βαραίνει το στομάχι [από την… … Dictionary of Greek