ἀγαθο-ποιός

ἀγαθο-ποιός

ἀγαθο-ποιός, wohlthätig, LXX. u. Sp.; recht handelnd, Plut. Is. et Os. 42; 1 Petr. 2, 14.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • ευαισθητοποιός — ό 1. αυτός που καθιστά κάτι ευαίσθητο 2. ιατρ. α) αυτός που προκαλεί ευαισθητοποίηση β) «ευαισθητοποιός ουσία» ουσία την οποία παράγουν τα κύτταρα τού οργανισμού όταν αντιδρούν στην επίδραση τών μικροβίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευαίσθητος + ποιός (<… …   Dictionary of Greek

  • ευφραντοποιός — εὐφραντοποιός, όν (Α) ευφραντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευφραντός + ποιός (< ποιώ), πρβλ. αγαθο ποιός, κακο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • ευωδοποιός — εὐωδοποιός, όν (Α) (μτφ. για το Άγιο Πνεύμα) αυτός που καθιστά κάτι ευώδες («εὐωδοποιὸν ἐπιφοίτησιν, Διον. Αρεοπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευώδης + ποιος (< ποιώ), πρβλ. αγαθο ποιός, κακο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • ηθικοποιός — ό (κυρίως για διδασκαλία, σύγγραμμα, νομοθεσία, ενέργεια) αυτός που διαπλάσσει ηθικό χαρακτήρα, που ηθικοποιεί κάποιον, που επιφέρει ηθικοποίηση, εξαγνισμό χαρακτήρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθικός + ποιος (< ποιώ), πρβλ. αγαθο ποιός, βροχο ποιός. Η λ …   Dictionary of Greek

  • θεοποιός — ό (AM θεοποιός, όν) αυτός που κατασκευάζει εικόνες ή αγάλματα θεών («ἁ θεοποιὸς τέχνα» η θεοποιητική) μσν. αρχ. αυτός που κάνει κάποιον μέτοχο τής θείας φύσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ποιός (< ποιώ), πρβλ. αγαθο ποιός, ειδο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • θηλυποιός — θηλυποιός, όν (Α) αυτός που εξασθενεί κάποιον, αυτός που αδυνατίζει κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + ποιος (< ποιώ), πρβλ. αγαθο ποιός, κοσμηματο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • ιλαροποιός — ἱλαροποιός, όν (Α) αυτός που χαρίζει ιλαρότητα, χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρός + ποιος (< ποιώ), πρβλ. αγαθο ποιός, κακο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • ισχνοποιός — ἰσχνοποιός, όν (Μ) αυτός που καθιστά κάτι ισχνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αγαθο ποιός, θερμο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • καθαροποιός — καθαροποιός, όν (Μ) αυτός που καθαρίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αγαθο ποιός, κακο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • καινοποιός — καινοποιός, όν (Α) αυτός που κάνει κάτι νέο, που ανανεώνει, ο ανανεωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αγαθο ποιός, κακο ποιός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”