- ἀκμηνός
ἀκμηνός (ἀκμή), ausgewachsen, Hom. einmal, Od. 23, 191 ϑάμνος τανύφυλλος ἐλαίης ἀκμηνὸς ϑαλέϑων· πάχετος δ' ἦν ήύτε κίων; – Paus. 5, 15. 6 νύμφαι, = ἀκμάζουσαι. – Vgl. Lehrs Aristarch. p. 311.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκμηνός (ἀκμή), ausgewachsen, Hom. einmal, Od. 23, 191 ϑάμνος τανύφυλλος ἐλαίης ἀκμηνὸς ϑαλέϑων· πάχετος δ' ἦν ήύτε κίων; – Paus. 5, 15. 6 νύμφαι, = ἀκμάζουσαι. – Vgl. Lehrs Aristarch. p. 311.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άκμηνος — ἄκμηνος, ον (Α) ο νηστικός, αυτός που δεν έχει φάει ή δεν θέλει να φάει τίποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι αρχαίοι σχολιαστές συνδέουν το επίθ. με την αιολ. λ. ἄκμη, που κατά τον Ησύχιο: ἄκμα «νηστεία, ένδεια»] … Dictionary of Greek
ακμηνός — ἀκμηνός, ή, ὸν (Α) [ἀκμή] αυτός που βρίσκεται σε μεγάλη ανάπτυξη, ο ακμαίος … Dictionary of Greek
ἀκμηνός — full grown masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκμηνος — fasting from masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκμηνον — ἄκμηνος fasting from masc/fem acc sg ἄκμηνος fasting from neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκμηνούς — ἀκμηνός full grown masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκμήνους — ἄκμηνος fasting from masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκμηνοι — ἄκμηνος fasting from masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακμή — Η κόψη, το κοφτερό τμήμα ενός μεταλλικού οργάνου που κόβει ή χαράζει. Το κρίσιμο σημείο, η καμπή, ο κίνδυνος. Το κορύφωμα, η πλήρης ανάπτυξη, η ωριμότητα ενός πράγματος ή μιας κατάστασης. (Γεωμ.) α. δίεδρης γωνίας. Η κοινή ευθεία που σχηματίζουν… … Dictionary of Greek
ἀκμηνάς — ἀκμηνά̱ς , ἀκμηνός full grown fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
kemǝ-, komǝ-, kmā- — kemǝ , komǝ , kmā English meaning: piece Deutsche Übersetzung: “Bissen”? Material: Gk. ἄκμηνος “ without Imbiß, hungry”, ἄκμᾱ (Eol.) νηστεία, ἔνδεια Hes.; zero grade κομῶσα γέμουσα Hes.? Ltv. kumuôss “morsel, mouthful” ( um… … Proto-Indo-European etymological dictionary