ἀγκῡρίζω

ἀγκῡρίζω

ἀγκῡρίζω, Ar. Equitt. 262, nach den VLL. von einem Kunstgriff der Palästra, niederankern (καταπαλαίσας, τῇ ἀγκύρᾳ καταβαλών), oder ein Bein unterschlagen (B. A. 81. 327 aus Eupol. schon κάμψας τὸν πόδα, d. h. es wie einen Haken krümmen).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αγκυρίζω — (Α ἀγκυρίζω) [ἄγκυρα] νεοελλ. προσδένω άγκιστρο στο άκρο αλυσίδας, γαντζώνω, κοτσάρω αρχ. ρίχνω κάποιον κάτω, καταβάλλω, βάζω τρικλοποδιά …   Dictionary of Greek

  • ἀγκυρίσαι — ἀγκυρίζω hook aor inf act ἀγκυρίσαῑ , ἀγκυρίζω hook aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκυρίζειν — ἀγκυρίζω hook pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγκυρα — Προσάρτημα πλοίου και κάθε πλωτού μέσου, με δύο βραχίονες που καταλήγουν σε πτερύγια. Δένεται στη μια άκρη αλυσίδας ή σχοινιού και πιάνει στον βυθό, όπου αφήνεται να πέσει, συγκρατώντας έτσι το πλωτό μέσο, στο οποίο προσδένεται η άλλη άκρη της… …   Dictionary of Greek

  • αγκύρισμα — ἀγκύρισμα, το (Μ) [ἀγκυρίζω] χτύπημα κατά την πάλη …   Dictionary of Greek

  • ενάπτω — (AM ἐνάπτω) δένω, προσδένω, στερεώνω σε κάτι («εἰς δὲ τὸν περίδρομον ἐναπτέτω λίθον μακρὸν καὶ μέγαν», Ξεν.) νεοελλ. ναυτ. αγκιστρώνω έναν τρόχιλο με γάντζο σε σχοινί ή κρίκο, κν. αγκυρίζω, γαντζώνω, κοτσάρω αρχ. μέσ. περιβάλλομαι, καλύπτομαι με… …   Dictionary of Greek

  • ἀγκυρίσας — ἀγκυρίσᾱς , ἀγκυρίζω hook aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”