- ὀζεία
ὀζεία, ἡ, erkl. Hesych. ϑεραπεία, verwandt mit ἄοζος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀζεία, ἡ, erkl. Hesych. ϑεραπεία, verwandt mit ἄοζος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οζεία — ὀζεία (Α) (κατά τον Ησύχ.) «θεραπεία». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄζος* (II) «κλάδος, βλαστός, γόνος, σύντροφος, θεράπων»] … Dictionary of Greek