- περι-στείχω
περι-στείχω, im Kreise herumgehen, τρὶς δὲ περίστειξας κοῖλον λόχον, um den Hinterhalt, Od. 4, 277.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-στείχω, im Kreise herumgehen, τρὶς δὲ περίστειξας κοῖλον λόχον, um den Hinterhalt, Od. 4, 277.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιστείχω — Α 1. βαδίζω ολόγυρα, περιέρχομαι («τρὶς περίστειξας κοίλον λόχον», Ομ. Οδ.) 2. περιβάλλω, κυκλώνω από παντού, περικυκλώνω (α. «πάντῃ μέ περιστείχουσιν Ἔρωτες», Μελέαγρ. β. «οἷος τὴν σελήνην περιστείχει κύκλος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * +… … Dictionary of Greek
ομοστιχώ — ὁμοστιχῶ, άω (Α) βαδίζω μαζί με κάποιον, συμπορεύομαι, συμβαδίζω στην ίδια σειρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + στιχῶμαι (< θ. στιχ τού στείχω), πρβλ. περι στιχώ] … Dictionary of Greek
περιστιχώ — άω, Α στέκομαι ολόγυρα κατά σειρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στιχῶ (< θ. στιχ τού στείχω), πρβλ. ομο στιχώ] … Dictionary of Greek