- περι-στενάζω
περι-στενάζω (s. στενάζω), umseufzen, beseufzen, Plut. Anton. 56 im med.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-στενάζω (s. στενάζω), umseufzen, beseufzen, Plut. Anton. 56 im med.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταστένω — (Α) στενάζω για κάποιον ή για κάτι, θρηνώ, κλαίω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στένω (< στένω «στενάζω»), πρβλ. μετα στένω, περι στένω] … Dictionary of Greek
περιστοναχίζω — Α στενάζω ολόγυρα, αντηχώ, βουίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στοναχίζω, άλλος τ. τού στεναχίζω «στενάζω»] … Dictionary of Greek
μεταστένω — (Α) (ενεργ. και μέσ.) θρηνώ ή κλαίω για κάτι ή μετά από κάτι («μὴ μεταστένειν πόνον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + στένω (< στένω «στενάζω, θρηνώ»), πρβλ. κατα στένω, περι στένω] … Dictionary of Greek
περιγογγύζω — Α στενάζω, βογγώ ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γογγύζω «βογγώ»] … Dictionary of Greek
περιστένω — και επικ. τ. περιστείνω και περιστένομαι και περιστείνομαι Α 1. στενάζω για κάτι γύρω γύρω ή αντηχώ, αντιλαλώ ολόγυρα («περιστένει οὔρεος ἠχώ», Ύμν. Πάν.) 2. στενοχωρώ («περιστένεται δὲ τε γαστήρ» στενοχωρείται, βαραίνει το στομάχι [από την… … Dictionary of Greek
περιστεναχίζομαι — και μτγν. τ. περιστεναχίζω Α αντηχώ ολόγυρα από κρότο που εκπέμπεται από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στεναχίζω «στενάζω»] … Dictionary of Greek