- ἀει-δῑνητος
ἀει-δῑνητος, sich stets umschwingend, ἄστρων ἀνάγκη Theo. Al. 4 (App. 39); ἄτρακτος Leon. T. 9 (VI, 289); Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀει-δῑνητος, sich stets umschwingend, ἄστρων ἀνάγκη Theo. Al. 4 (App. 39); ἄτρακτος Leon. T. 9 (VI, 289); Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηεροδίνητος — ἠεροδίνητος, ον (Α) ηεροδίνης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + δίνητος (< δινώ), πρβλ. αει δίνητος, σφονδυλο δίνητος] … Dictionary of Greek
πολυδίνητος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλές καμπές, πολύκαμπτος («φύλλῳ δ ἤπειρος πολυδινήτῳ περίμετρος» λεγόταν για την Πελοπόννησο, τής οποίας το σχήμα μοιάζει με φύλλο πλατάνου, Δίον.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δινητός (< δινῶ), πρβλ. αει δίνητος] … Dictionary of Greek
αειδίνητος — η, ο και ος, ο (AM ἀειδίνητος, ον) αυτός που περιστρέφεται διαρκώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + δινητός < δινῶ] … Dictionary of Greek