- περι-στεφής
περι-στεφής, ές, umkränzt, umgeben; ὁρῶ περιστεφῆ κύκλῳ πάντων ὅσ' ἐστὶν ἀνϑέων ϑήκην πατρός, Soph. El. 883; χώρα ὄρεσι π., Plut. Fab. M. 6, – κισσός, Eur. Phoen. 654, akt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-στεφής, ές, umkränzt, umgeben; ὁρῶ περιστεφῆ κύκλῳ πάντων ὅσ' ἐστὶν ἀνϑέων ϑήκην πατρός, Soph. El. 883; χώρα ὄρεσι π., Plut. Fab. M. 6, – κισσός, Eur. Phoen. 654, akt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταστεφής — καταστεφής, ές (Α) 1. αυτός που φορεί στεφάνι στο κεφάλι, ο στεφανωμένος 2. (για κλάδο ικετηρίας ράβδου) στεφανωμένος με έριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στεφής (< στέφος), πρβλ. επι στεφής, περι στεφής] … Dictionary of Greek
υπερστεφής — ές, Μ υπερπλήρης, παραγεμισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + στεφής (< στέφος «στέμμα»), πρβλ. περι στεφής] … Dictionary of Greek