ἀγγελία

ἀγγελία

ἀγγελία, , Botschaft, Nachricht. Bes. oft ἦλϑε, ἀφικνεῖται u. ähnl., u. ἀγγελίαν φέρειν, eine Botschaft bringen, τινός, von Jem., d. h. gesandt von Jem., und über Jemand, wie Hom. Od. 16, 245 ἀγγελίην ἑτάρων ἐρέων; so ἐμὴ ἀγγ., Nachricht über mich, Il. 19, 336; auch der Inhalt der Botschaft, der überbrachte Beschl. Uebh. Gerüchte, Hom. Od. 2, 36; Thuc. 6, 36. – Hom. sagt auch ἀγγελίην ἔπι Τυδῆ στεῖλαν Ἀχαιοί, Il. 4, 384; ἀγγελίην ἐλϑεῖν, 11, 140; vgl. legationem obire, eine Botschaft gehen, für: als Botschafter gehen; auch ἀγγελίης οἴχνεσκε, Il. 15, 640; ἀγγελίης ἤλυϑες 13, 252 (vgl. ἔρχεσϑαι πεδίοιο 2, 861); ἤλυϑε σεῠ ἕνεκ' ἀγγελίης 3, 206; in welchen Wellen man auch ein mascul. ὁ ἀγγελίης annimmt, f. d. W.; – ὠκέα Ἶρις ἀγγελίης πωλεῖται Hes. Th. 781, wo 3 mss. ἀγγελίη.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀγγελία — ἀγγελίᾱ , ἀγγελία message fem nom/voc/acc dual ἀγγελίᾱ , ἀγγελία message fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελίᾳ — ἀγγελίαι , ἀγγελία message fem nom/voc pl ἀγγελίᾱͅ , ἀγγελία message fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγγελία — η 1. είδηση, πληροφορία, μαντάτο: Δέχτηκε ψύχραιμα την αγγελία της αποτυχίας του στις εξετάσεις. 2. διαφήμιση με τον τύπο: Το σπίτι το νοίκιασε γρήγορα με αγγελία στις εφημερίδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγγελία — Η μετάδοση μιας είδησης ή πληροφορίας. Ειδοποίηση με την οποία γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό κάποιο πράγμα ή γεγονός, όπως π.χ. ότι κάποιος θέλει να προσλάβει υπάλληλο ή να πουλήσει ένα οικόπεδο ή να βρει δουλειά είτε ότι διαθέτει κάποιο… …   Dictionary of Greek

  • ἀγγελίας — ἀγγελίᾱς , ἀγγελία message fem acc pl ἀγγελίᾱς , ἀγγελία message fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελίαι — ἀγγελία message fem nom/voc pl ἀγγελίᾱͅ , ἀγγελία message fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελιάων — ἀγγελιά̱ων , ἀγγελία message fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελίαν — ἀγγελίᾱν , ἀγγελία message fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελιαφόροι — ἀγγελιᾱφόροι , ἀγγελιαφόρος messenger masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελιαφόροις — ἀγγελιᾱφόροις , ἀγγελιαφόρος messenger masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελιαφόρον — ἀγγελιᾱφόρον , ἀγγελιαφόρος messenger masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”