- ἀγγελιώτης
ἀγγελιώτης, ὁ, p., Bote, H. h. Merc. 296; Callim. in Jov. 68; Mus. 8; fem. ἀγγελιῶτις Callim. H. in Del. 216.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγγελιώτης, ὁ, p., Bote, H. h. Merc. 296; Callim. in Jov. 68; Mus. 8; fem. ἀγγελιῶτις Callim. H. in Del. 216.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγγελιώτης — ἀγγελιώτης, ο (θηλ. ιχτις) (Α) [άγγελος] αγγελιαφόρος, μαντατοφόρος … Dictionary of Greek
ἀγγελιώτης — messenger masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελιῶται — ἀγγελιώτης messenger masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελιῶτις — ἀγγελιώτης messenger fem nom sg ἀγγελιῶτις messenger fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελιώταις — ἀγγελιώτης messenger masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελιώτην — ἀγγελιώτης messenger masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιώτης — (AM ιώτης) κατάλ. ουσιαστικών τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος ώτης με το ληκτικό στοιχείο ι τού θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. επαρχία: επαρχ ι ώτης, στάσις: στασ ι ώτης) η κατάλ. ώτης αποτελεί επηυξημένη μορφή… … Dictionary of Greek