- ἀγγαρήῑος
ἀγγαρήῑος, Her. 3, 126, = ἄγγαρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγγαρήῑος, Her. 3, 126, = ἄγγαρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγγαρήιος — ἀγγαρήιος, ο (Α) ιων. τύπος τού ἄγγαρος* … Dictionary of Greek
άγγαρος ή αγγαρήιος — (από την περσ. λέξη άγκαρ = αγγελιαφόρος, γραμματοφόρος). Στην Περσία ονομαζόταν έτσι o έφιππος ταχυδρόμος των βασιλικών παραγγελιών. Το όνομα αυτό είχε και o «εκ διαδοχής αγγελιαφόρος», που ήταν ταχυδρόμος με άλογο του δημοσίου που το… … Dictionary of Greek
ἀγγαρήιον — posting system neut nom/voc/acc sg ἀγγαρήϊον , ἀγγαρήιος posting system masc acc sg (ionic) ἀγγαρήϊον , ἀγγαρήιος posting system neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγγαρος — ἄγγαρος, ο (Α) 1. βασιλικός έφιππος ταχυδρόμος στην Περσία. Οι άγγαροι βρίσκονταν σε ορισμένους σταθμούς σε όλη τη χώρα και είχαν το δικαίωμα να επιβάλλουν καταναγκαστική εργασία για να μεταφερθούν οι βασιλικές παραγγελίες 2. (ως επίθ. στη φρ.)… … Dictionary of Greek