- ἀγγαρευτής
ἀγγαρευτής, οῦ, ὁ, der einen ἄγγαρος Sendende, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγγαρευτής, οῦ, ὁ, der einen ἄγγαρος Sendende, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγγαρευτής — ο (Μ ἀγγαρευτής) [ἀγγαρεύω] αυτός που επιβάλλει αγγαρεία … Dictionary of Greek
ἀγγαρευτῶν — ἀγγαρευτής one who impresses masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγγαρεύω — (Α ἀγγαρεύω) επιβάλλω αναγκαστική και δίχως αμοιβή εργασία νεοελλ. αναθέτω σε κάποιον ενοχλητική δουλειά, επιφορτίζω αρχ. αναγκάζω κάποιον να υπηρετήσει ως άγγαρος, δηλ. ως ταχυδρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγγαρος. ΠΑΡ. αρχ. ἀγγαρεία μσν. ἀγγαρευτής.… … Dictionary of Greek