- ἀγκυλο-μήτης
ἀγκυλο-μήτης, εω, ὁ, mit krummen, listigen Planen (σκολιὰ βουλευόμενος VL.), verschlagen, nur Κρόνος bei Hom.; Prometheus bei Hes. O. 48.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγκυλο-μήτης, εω, ὁ, mit krummen, listigen Planen (σκολιὰ βουλευόμενος VL.), verschlagen, nur Κρόνος bei Hom.; Prometheus bei Hes. O. 48.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακομήτης — κακομήτης, ὁ (Α) κακομηδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μητης (< μῆτις «ευφυΐα, πανουργία, τέχνασμα), πρβλ. αγκυλο μήτης, αιμυλο μήτης] … Dictionary of Greek
ποικιλομήτης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Οδυσσέως, τού Διός και τού Ερμού) αυτός που σκέπτεται ή μηχανεύεται ποικίλα πράγματα, πολυμήχανος, επινοητικός, πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + μήτης (< μῆτις «σκέψη, σοφία»), πρβλ. αγκυλο μήτης] … Dictionary of Greek