ἀγαπησμός, ὁ, dasselbe; τὸν ἐπὶ κακῷ γιγνόμενον ἀλλήλων ἀγ. Menand. B. A. 342.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγαπησμός — ἀγαπησμός, ο (Α) [ἀγαπῶ] αγάπη, στοργή … Dictionary of Greek
ἀγαπησμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαπησμόν — ἀγαπησμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)