- ἀγχί-λωψ
ἀγχί-λωψ, Augengeschwür, Galen. = αἰγίλ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγχί-λωψ, Augengeschwür, Galen. = αἰγίλ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αιμάλωψ — αἱμάλωψ, ωπος, ο (Α) 1. μάζα πηγμένου αίματος 2. μέρος τού σώματος όπου έχει μαζευτεί πηγμένο αίμα 3. θρόμβος, θρόμβωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + λωψ αν το αβέβαιης ετυμολογίας β΄ συνθ. λωψ συνδέεται προς τα λέπω* λώπη*, λῶπος* κ.τ.ό. τότε σχετίζεται … Dictionary of Greek