- ἀγχί-θρονος
ἀγχί-θρονος, nahethronend, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγχί-θρονος, nahethronend, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγχίθρονος — ἀγχίθρονος, ον (Α) αυτός που έχει τον θρόνο του, το κάθισμά του, κοντά σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + θρόνος] … Dictionary of Greek