ἀγχί-τοκος

ἀγχί-τοκος

ἀγχί-τοκος, der Geburt nahe, ὠδῖνες Pind. frg. 58; Σατύρα Dionys. 8 (VII, 462).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λυσίτοκος — λυσίτοκος, ον (Α) αυτός που απελευθερώθηκε με τον τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. αγχί τοκος, νεό τοκος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] …   Dictionary of Greek

  • αγχίτοκος — ἀγχίτοκος, ον (Α) 1. γενικά, αυτός που βρίσκεται κοντά στον τοκετό 2. (για γυναίκες) επίτοκη, ετοιμόγεννη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + τόκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”