ἀγχονιμαῖος

ἀγχονιμαῖος

ἀγχονιμαῖος μόρος, Tod durch Erhenken, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αγχονιμαίος — ἀγχονιμαῑος, αία, αῑον (Μ) [ἀγχόνη] λέγεται συνήθως για τον θάνατο που επέρχεται με τον απαγχονισμό …   Dictionary of Greek

  • αγχόνη — η (Α ἀγχόνη) ικρίωμα με κινητό βρόχο (θηλιά), ο οποίος περνιέται από τον λαιμό τού καταδίκου και προξενεί τον πνιγμό του, αφού αφαιρεθεί βίαια το υποπόδιο, πάνω στο οποίο στέκεται νεοελλ. σκοινί, θηλιά, βρόχος απαγχονισμού αρχ. στραγγαλισμό με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”