- ἀγχι-νεφής
ἀγχι-νεφής, ές, wolkennahe, σκόπελος Antu. S. 27 (VI, 219); öfter Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγχι-νεφής, ές, wolkennahe, σκόπελος Antu. S. 27 (VI, 219); öfter Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υψινεφής — ές, Α (για τον Δία) αυτός που κατοικεί στα νέφη, στα σύννεφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + νεφής (< νέφος) πρβλ. ἀγχι νεφής] … Dictionary of Greek