- ἀγχι-κέλευθος
ἀγχι-κέλευθος, nahe am Wege, nahe, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγχι-κέλευθος, nahe am Wege, nahe, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υψικέλευθος — ον, αρσ. και ύψικελεύθης, Α αυτός που βαδίζει στα ύψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κέλευθος «οδός, δρόμος» (πρβλ. ἀγχι κέλευθος)] … Dictionary of Greek