- περισσο-μελής
περισσο-μελής, ές, mit überflüssigen, übermäßigen Gliedern, Maneth. 4, 464.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περισσο-μελής, ές, mit überflüssigen, übermäßigen Gliedern, Maneth. 4, 464.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πηρομελής — ές, ΝΑ νεοελλ. αυτός που έχει πηρομέλεια, δυσμορφία ενός μέλους τού σώματος αρχ. αυτός που έχει ακρωτηριασμένο ένα ή περισσότερα μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηρός «ανάπηρος» + μελής (< μέλος), πρβλ. μικρο μελής, περισσο μελής] … Dictionary of Greek