- ἀγυιαῖος
ἀγυιαῖος, die Straße betreffend, Soph. frg. 211.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγυιαῖος, die Straße betreffend, Soph. frg. 211.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγυιαίος — ἀγυιαῑος, α, ον (Α) [ἄγυια] 1. αυτός που έχει δρόμους, λεωφόρους 2. αυτός που βρίσκεται σε δρόμο, σε οδό … Dictionary of Greek
ἀγυιαίου — ἀγυιαῖος with streets masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυιαίους — ἀγυιαῖος with streets masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγυιά — και άγυια / ἀγυιά και ἄγυια, η (Α) 1. οδός, δρόμος, λεωφόρος 2. θαλάσσιος δρόμος 3. σύνολο δρόμων, πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγω τύπος μετοχής ενεργ. παρακμ. χωρίς αναδιπλασιασμό με μετακίνηση τού τόνου. ΠΑΡ. ἀγυιαῖος, Ἀγυιάτης, Ἀγυιεύς. ΣΥΝΘ. αρχ.… … Dictionary of Greek