ἀ-κτήμων

ἀ-κτήμων

ἀ-κτήμων, ον, besitzlos, arm, Hom. zweimal, Iliad. 9, 126. 268 οὐδέ κεν ἀκτήμων ἐριτίμοιο χρυσοῖο (εἴη), homerisch = er würde viel Gold besitzen;– πενία Theocr. 16, 38; Ggstz von κτηματικός Plut. Sol. 14.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ερικτήμων — ἐρικτήμων, ον (Α) ο πλούσιος, ο ερικτέανος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + κτήμων (< κτήμα πρβλ. α κτήμων, γαιο κτήμων)] …   Dictionary of Greek

  • εϋκτήμων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αστρονόμος (5ος αι. π.Χ.). Καθόρισε, μαζί με τον Μέτωνα, τις σχέσεις ηλιακού και σεληνιακού έτους. Κατάρτισε πίνακα των πρωινών και εσπερινών εμφανίσεων των αστέρων. 2. Αθηναίος άρχοντας (5ος αι. π.Χ.). Υπήρξε και… …   Dictionary of Greek

  • ιδιοκτήμων — ἰδιοκτήμων, ονος, ὁ (Α) αυτός που έχει δικά του κτήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + κτήμων (< κτήμα), πρβλ. α κτήμων, γαιο κτήμων] …   Dictionary of Greek

  • κοινοκτήμων — ο, η αρσ. και κοινοκτήμονας αυτός που δεν έχει ατομική ιδιοκτησία, αυτός που μετέχει στο σύστημα κοινοκτημοσύνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + κτήμων (< κτῆμα), πρβλ. πολυ κτήμων, φιλο κτήμων. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν γαλλοελληνικόν… …   Dictionary of Greek

  • πολυκτήμων — ύκτημον, ΜΑ αυτός που έχει πολλά κτήματα, πολλά περιουσιακά στοιχεία, ο πολύ πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κτήμων (< κτῆμα < κτῶμαι), πρβλ. α κτήμων, βαθυ κτήμων] …   Dictionary of Greek

  • ολιγοκτήμων — ον (Α ὀλιγοκτήμων, ον) αυτός που έχει λίγα κτήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + κτήμων (< κτῆμα), πρβλ. πολυ κτήμων] …   Dictionary of Greek

  • παγκτήμων — παγκτήμων, ον (Α) αυτός που κατέχει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + κτήμων (< κτῆμα), πρβλ. πολυ κτήμων] …   Dictionary of Greek

  • φιλοκτήμων — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι ένας από τους σαράντα μάρτυρες, που είναι γνωστοί ως οι τεσσαράκοντα (M’) μάρτυρες οι εν Σεβάστεια. Οι μάρτυρες αυτοί ήταν στρατιώτες στο ίδιο τάγμα, στη Σεβάστεια, επί Λικινίου (307 – 323). Πέθαναν με… …   Dictionary of Greek

  • ακτήμων — ( ονος), ον (Α ἀκτήμων) (συνήθως το άρσ. ως ουσιαστικό) νεοελλ. 1. αυτός που δεν είναι κάτοχος κτηματικής περιουσίας 2. (Αγροτ. Νομοθ.) «ακτήμονες καλλιεργητές» καλλιεργητές ξένων αγροτικών κτημάτων, κολλήγοι αρχ. αυτός που δεν έχει περιουσία ή… …   Dictionary of Greek

  • αμπελοκτήμονας — ο ο αμπελοκτηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπελοκτήμων < άμπελος + κτήμων < κτήμα < κτώμαι] …   Dictionary of Greek

  • βαθυκτήμων — βαθυκτήμων, ον (Μ) πολύ πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + κτήμων < κτήμα < κτώμαι (πρβλ. ακτήμων, πολυκτήμων)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”