ἀκτή

ἀκτή

ἀκτή, ἡ (ἄγνυμι) die Stelle, wo das Meer sich bricht, Brandung ist, hohe, schroffe Küste, ἀκταὶ προβλῆτες Od. 10, 89, ὑψηλή neben προβλὴς σκόπελος Il. 2, 395, τρηχεῖα Od. 5, 425, ἐπ' ἀκτάων ἐριδούπων Iliad. 20, 50, προβλῆτες ἀκταὶ ἀπορρῶγες Od. 13, 98; ἐφ' ἁλὸς πολιῆς λιμέσιν τε καὶ ἀκταῖς Iliad. 12, 284; Pind. βαϑύκρημνοι N. 9, 40, ἀκτὴ τραχέα Her. 7, 33; auch Tragg.; von der Küste eines Flusses Pind. I. 2, 42 Νείλου, Aesch. Ag. 685 Σιμόεντος, Soph. Ant. 807 Ἀχέροντος; vom Tartarus O. R. 178; Her. nennt so 4, 38 einen am Meere gelegenen Landstrich. Selten in att. Prosa, Lycurg. 17; vgl. Xen. An. 5, 10, 1; Arist. H. A. 5, 15 hat ἀκτή u. αἰγιαλός neben einander; bei den Tragg. übh. eine Erhöhung, Aesch. Ag. 479; βώμιος, Altar, Soph. O. R. 183; χώματος, Grabhügel, Aesch. Ch. 711.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ἀκτῇ — Ἀκτή fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκτή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκτή — headland fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακτή — Ζώνη ξηράς, που βρίσκεται στο όριο επαφής μεταξύ στεριάς και υδάτινων, ωκεάνιων ή θαλάσσιων μαζών. Οι α. δεν αποτελούν ένα γραμμικό όριο μεταξύ των δύο στοιχείων, αλλά τη ζώνη της αμοιβαίας επίδρασής τους και κυρίως του νερού πάνω στη στεριά… …   Dictionary of Greek

  • ἀκτῇ — ἀκτάζω banquet on the shore fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀκτάζω banquet on the shore fut ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀκτέα elder tree fem dat sg (attic epic ionic) ἀκτή headland fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ακτή Ελεφαντοστού — Κράτος της δυτικής Αφρικής.Συνορεύει στα Α με την Γκάνα, στα Β με την Μπουρκίνα Φάσο (ΒΑ) και το Μάλι (ΒΔ), στα Δ με τη Γουινέα (ΒΔ) και τη Λιβερία (ΝΔ), ενώ στα Ν βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Α.Ε. δεν… …   Dictionary of Greek

  • Ακτή των Πειρατών — Παράκτια περιοχή του Περσικού κόλπου μεταξύ της χερσονήσου του Κατάρ στα Δ και της χερσονήσου Μουσάνταμ (ακρωτήριο Ομάν) στα Α, η οποία αντιστοιχεί στην ακτή των Hνωμένων Αραβικών Εμιράτων …   Dictionary of Greek

  • ακτή — η παραλία, ακρογιαλιά: Οι ακτές που έχουν αμμουδιά γεμίζουν κόσμο το καλοκαίρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκτῆ — ἀκτέα elder tree fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ακτή Νέων Κερδυλίων — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 75 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βισαλτίας του νομού Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμφίπολης …   Dictionary of Greek

  • Ακτή Ύδρας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 37 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ερμιονίδας του νομού Αργολίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερμιόνης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”