ἀ-κτησία

ἀ-κτησία

ἀ-κτησία, , Armuth, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Κτησίᾳ — Κτησίᾱͅ , Κτήσιας masc dat sg (attic doric aeolic) Κτησίᾱͅ , Κτησίης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτησίᾳ — κτησίᾱͅ , κτήσιος belonging to property fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κτησίας — Κτησίᾱς , Κτήσιας masc acc pl (doric aeolic) Κτησίᾱς , Κτήσιας masc nom sg (attic epic doric aeolic) Κτησίᾱς , Κτησίης masc acc pl Κτησίᾱς , Κτησίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κτησίαι — Κτησίᾱͅ , Κτήσιας masc dat sg (attic doric aeolic) Κτησίᾱͅ , Κτησίης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κτησίαν — Κτησίᾱν , Κτήσιας masc acc sg (attic epic doric aeolic) Κτησίᾱν , Κτησίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτησίας — κτησίᾱς , κτήσιος belonging to property fem acc pl κτησίᾱς , κτήσιος belonging to property fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτησίαι — κτησίᾱͅ , κτήσιος belonging to property fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτησίαν — κτησίᾱν , κτήσιος belonging to property fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητροκτησία — η κληρονομιά από μητρική περιουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + κτησία (< κτητος < κτῶμαι), πρβλ. ιδιο κτησία. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

  • παγκτησία — παγκτησία, ἡ (Α) παντελής κατοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + κτησία (< κτήσιος < κτητός < κτῶμαι), πρβλ. πολυ κτησία] …   Dictionary of Greek

  • πλουτοκτησία — η, Ν η απόκτηση πλούτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + κτησία (< κτήτης < κτῶμαι), πρβλ. ιδιο κτησία, πλοιοκτησία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”