- περισσό-μῡθος
περισσό-μῡθος, = περισσολόγος, λόγος π., überflüssige Rede, Eur. frg. Alex. 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περισσό-μῡθος, = περισσολόγος, λόγος π., überflüssige Rede, Eur. frg. Alex. 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύμυθος — και επικ. τ. πουλύμυθος, ον, Α 1. αυτός που λέει πολλούς μύθους, πολλά λόγια, ο φλύαρος («ἐπεὶ οὐ πολύμυθος οὐδ ἀφαμαρτοεπής», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που γνωρίζει πολλούς μύθους («πολύμυθος Καλλιόπη» Ανθ. Παλ.) 3. εκείνος για τον οποίο γίνεται πολύς… … Dictionary of Greek