- ἀγρώτης
ἀγρώτης, ὁ, Landmann, Theocr. 25, 51; – adj. ϑῆρες ἀγρ. Eur. Bacch. 564, = ἀγρότεροι, s. ἀγρώστης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγρώτης, ὁ, Landmann, Theocr. 25, 51; – adj. ϑῆρες ἀγρ. Eur. Bacch. 564, = ἀγρότεροι, s. ἀγρώστης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγρώτης — ἀγρώτης, ο (Α) [αγρός] 1. αυτός που διαμένει στους αγρούς, ο χωρικός 2. αυτός που βρίσκεται σε άγρια κατάσταση, ο άγριος … Dictionary of Greek
ἀγρώτης — of the field masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρῶται — ἀγρώτης of the field masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 … Dictionary of Greek