ἀγρ-οῖκος

ἀγρ-οῖκος

ἀγρ-οῖκος, ον, 1) das Land bewohnend, ländlich, Ar. Nub. oft βίος, 44; ὀπώρα Plat. Legg. VIII, 844 d. – 2) Dah. bäurisch, grob, ungesittet, roh (VLL. σκληρὸς καὶ ἀπαίδευτος, vgl. Theoph. Char. 8. u. ἀγρ. καὶ τῶν κατ' ἄστυ πραγμάτων οὐκ ἔμπειρος Men. in Orion Gnomcl. 419), bei Plat., der auch σοφία ἀγρ. Phaedr. 229 e sagt, verb. mit ἀνελεύϑερος, Legg. IX, 880 a; καὶ ἀπαίδευτος Theaet. 174 d; bes. ἀγρ. εἰπεῖν, einen derben, übertriebenen Kraftausdruck brauchen, wie ihn die attische Urbanität vermied; ebenso ἀγροίκως λοιδορεῖν; compar. ἀγροικοτέρως λέγειν Rep. II, 361 e; Xen. τὴν ψυχὴν-τέρως διακείμενος, grob, der nicht wiedergrüßt, Mem. 3, 13, 1; καὶ σκαιός Ephipp. com. bei Ath. XIII, 571 a. Die Gramm. unterschieden die Bedeutung durch den Accent, die meisten ἀγροῖκος für die erste bestimmend, Thom. Mag. aber erkl. ἄγροι-κος für die echt att. Form, die Bekk. auch überall aufgenommen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Μοσσύνοικοι — Μοσσύνοικοι, οι (Α) ασιατικός λαός που κατοικούσε στα νοτιοανατολικά τής Μαύρης Θάλασσας, κοντά στους Κόλχους και Τιβαρηνούς, και ο οποίος πήρε την ονομασία του από τους μόσσυνας, δηλ. τους ψηλούς ξύλινους πύργους, στους οποίους κατοικούσαν.… …   Dictionary of Greek

  • χαλκίοικος — Επίκληση της θεάς Αθηνάς, πολιούχου της ακρόπολης της Σπάρτης. Ο εκεί ναός ήταν σκεπασμένος με χάλκινα ελάσματα. Το χάλκινο είδωλο της θεάς ήταν έργο του Γιτιάδα, που φαίνεται ότι ήταν και αρχιτέκτονας του ναού. * * * ον, Α (το θηλ. ως προσωνυμία …   Dictionary of Greek

  • οικέτης — οἰκέτης, ὁ, θηλ. οἰκέτις και οἰκέτισσα (ΑΜ, Α και οἰκότης) μσν. μτφ. ο άγιος ως υπηρέτης τής εκκλησίας αρχ. 1. δούλος που έμενε και υπηρετούσε στο σπίτι στο οποίο συχνά είχε γεννηθεί και ανατραφεί 2. (ποιητ. και ως επίθ.) σπιτικός («ἐν θεοῡ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”