περισσωματικός

περισσωματικός

περισσωματικός, att. -ττωματικός, zum Koth oder Harn, übh. zur Unreinigkeit gehörig, Arist. u. Sp., wie Plut.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περισσωματικός — ή, όν, Α βλ. περιττωματικός …   Dictionary of Greek

  • περιττωματικός — περισσωματικός , περισσωματικός of the nature of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσωματική — περισσωματικός of the nature of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσωματικήν — περισσωματικός of the nature of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιττωματικά — περισσωματικά , περισσωματικός of the nature of neut nom/voc/acc pl περισσωματικά̱ , περισσωματικός of the nature of fem nom/voc/acc dual περισσωματικά̱ , περισσωματικός of the nature of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιττωματικώτερον — περισσωματικώτερον , περισσωματικός of the nature of adverbial comp περισσωματικώτερον , περισσωματικός of the nature of masc acc comp sg περισσωματικώτερον , περισσωματικός of the nature of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιττωματικός — ή, ό / περιττωματικός, ή, όν, ΝΜΑ, και περισσωματικός, ή, όν, ΜΑ [περίττωμα, ατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα περιττώματα αρχ. (για πρόσ. ή ζώο) αυτός που έχει ή εκκρίνει άφθονα περιττώματα (α. «αἱ γυναίκες περιττωματικαὶ μᾱλλον», Αριστοτ …   Dictionary of Greek

  • περιττωματικωτέρα — περισσωματικωτέρᾱ , περισσωματικός of the nature of fem nom/voc/acc comp dual περισσωματικωτέρᾱ , περισσωματικός of the nature of fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιττωματικωτέρων — περισσωματικωτέρων , περισσωματικός of the nature of fem gen comp pl περισσωματικωτέρων , περισσωματικός of the nature of masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιττωματικῶν — περισσωματικῶν , περισσωματικός of the nature of fem gen pl περισσωματικῶν , περισσωματικός of the nature of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιττωματικόν — περισσωματικόν , περισσωματικός of the nature of masc acc sg περισσωματικόν , περισσωματικός of the nature of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”