- ἀερο-φοίτης
ἀερο-φοίτης, lustdurchwandelnd, ἀστήρ Ion bei Schel. Ar. Pac. 835; s. ἠεροφοῖτις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀερο-φοίτης, lustdurchwandelnd, ἀστήρ Ion bei Schel. Ar. Pac. 835; s. ἠεροφοῖτις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηεροφοίτις — ἠεροφοῑτις, οίτιδος, ἡ (Α) 1. αυτή που περπατά στο σκοτάδι αθέατη («ἠεροφοῑτις Έρινύς», Ομ. Ιλ.) 2. (για τη σελήνη) αυτή που διαπερνά, που διασχίζει τον αέρα 3. αυτή που κινείται στον αέρα, που πετά στον αέρα («ἠεροφοῑτις μέλισσα», Ψ. Φωκ.).… … Dictionary of Greek