- ἀγριάς
ἀγριάς, άδος, ländlich, für ἀγρία bei Dichtern, z. B. φηγοί Ap. Rh. 1, 28; ἐλαία Opp. Cyn. 4, 270; ἄμπελος Philip. 68 (IX, 561); auch ohne ἄμπελος, wilder Weinstock, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγριάς, άδος, ländlich, für ἀγρία bei Dichtern, z. B. φηγοί Ap. Rh. 1, 28; ἐλαία Opp. Cyn. 4, 270; ἄμπελος Philip. 68 (IX, 561); auch ohne ἄμπελος, wilder Weinstock, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγριάς — wild fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγριάς — ( άδος), η (AM ἀγριάς) (ως θηλ. τού επιθ. ἄγριος) η άγρια … Dictionary of Greek
Αγριάς, δήμος — Νέος δήμος (6.112 κάτ.) του νομού Μαγνησίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγριάς και Δρακείας, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Αγριά … Dictionary of Greek
ἀγρίας — ἀγρίᾱς , ἄγριος living in the fields fem acc pl ἀγρίᾱς , ἄγριος living in the fields fem gen sg (attic doric aeolic) ἀγρίᾱς , ἀγρία fem acc pl ἀγρίᾱς , ἀγρία fem gen sg (attic doric aeolic) ἀ̱γρίᾱς , ἀγριάω to be savage imperf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριά — ἀγριάς wild fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριάδα — ἀγριάς wild fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριάδας — ἀγριάς wild fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριάδες — ἀγριάς wild fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριάδος — ἀγριάς wild fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριάδων — ἀγριάς wild fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek