ἀγριο-κάρδαμον

ἀγριο-κάρδαμον

ἀγριο-κάρδαμον, τό, wilde Kresse, Sp. Ebenso ἀγριοκοκκύμηλον, -κολοκύνθη, -κρόμμυον, -κύμῑνον, -λάχανα, -μαλάχη, -μηλον, -μυρίκη, -πήγανον, -ορείγανος, -σέλινον, -σταφύλη u. σταφυλίς, -σῡκον, -φαγρος, -χοιρος-


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυνοκάρδαμον — κυνοκάρδαμον, τὸ (Α) είδος καρδάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + κάρδαμον (πρβλ. αγριο κάρδαμον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”