- ἀγριόεις
ἀγριόεις, εσσα, εν, = ἄγριος, Nic. ὀπώρη, Traube, Al. 30; κράδη 617.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγριόεις, εσσα, εν, = ἄγριος, Nic. ὀπώρη, Traube, Al. 30; κράδη 617.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγριόεις — ἀγριόεις, εσσα, εν (Α) [ἄγριος] ο άγριος* … Dictionary of Greek
ἀγριόεντα — ἀγριόεις maddening neut nom/voc/acc pl ἀγριόεις maddening masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριόεντας — ἀγριόεις maddening masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριόεσσαν — ἀγριόεις maddening fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
άγριος — Εκείνος που ζει στα χωράφια και γενικά σε απομονωμένες περιοχές, ο απολίτιστος, αυτός που δεν έχει εξημερωθεί. Ο χαρακτηρισμός ά. συνηθίζεται κυρίως προκειμένου να επισημανθούν οι κάτοικοι ορισμένων περιοχών της Αφρικής και της Πολυνησίας, που… … Dictionary of Greek