- ἀγρι-ωπός
ἀγρι-ωπός, wild blickend, ὄμμα Γοργόνος Eur. Herc. F. 990; τέρας Bacch. 542; τὸ τοῠ προςώπου ἀγρ., der wilde Blick, Plut. Mar. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγρι-ωπός, wild blickend, ὄμμα Γοργόνος Eur. Herc. F. 990; τέρας Bacch. 542; τὸ τοῠ προςώπου ἀγρ., der wilde Blick, Plut. Mar. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλωπός — καλωπός, ή, όν (Α) αυτός που έχει ωραία όψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ωπός (< ωψ, ωπος < *ὤψ, ὠπός «όψη, μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. αγρι ωπός, βλοσυρ ωπός] … Dictionary of Greek
μορμορωπός — μορμορωπός, όν (Α) φοβερός ως προς την όψη, άγριος, τερατώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόρμορος + ωπός (< ὤψ, ὠπός «όψη»), πρβλ. αγρι ωπός] … Dictionary of Greek
μυριωπός — μυριωπός, ον (Α) αυτός που έχει αναρίθμητα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ωπός (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. αγρι ωπός] … Dictionary of Greek
χαρωπός — ή, ό / χαρωπός, ή, όν, ΝΜΑ, και χαροπός, ή, όν, θηλ. και ός, ΜΑ 1. αυτός τού οποίου τα μάτια, το βλέμμα και η έκφραση του δηλώνουν χαρά 2. συνεκδ. εύθυμος, χαρούμενος μσν. αρχ. (κυρίως για αρπακτικά ζώα) αυτός που έχει σπινθηροβόλα μάτια και,… … Dictionary of Greek