καρδιοκρισία — καρδιοκρισία, ἡ (Μ) παλμός τής καρδιάς, καρδιοχτύπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + κρισία (< κρίτης ή < κριτος < κρίνω), πρβλ. α δια κρισία, δικαιο κρισία] … Dictionary of Greek
λαοκρισία — η η κρίση που εκφέρεται από τον λαό, λαϊκή ετυμηγορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + κρισία (< κρίση), πρβλ. ευθυ κρισία, υπο κρισία] … Dictionary of Greek
κακοκρισία — και κακοκρισιά, η (AM κακοκρισία) κακή και άδικη κρίση («ἀπειρία καὶ κακοκρισία», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + κρισία (< κριτος < κρίνω), πρβλ. δικαιο κρισία] … Dictionary of Greek
λογοκρισία — Η επέμβαση από μέρους της εξουσίας, ώστε να εμποδιστεί ολικά ή μερικά η με οποιονδήποτε τρόπο διάδοση ιδεών και πληροφοριών. Οι απαρχές της λ. στην Ευρώπη τοποθετούνται στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα θεατρικά έργα, προτού διδαχθούν, υποβάλλονταν… … Dictionary of Greek
ορθοκρισία — ὀρθοκρισία, ἡ (Α) ορθή, δίκαιη κρίση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + κρισία (< κρίσις < κρίνω), πρβλ. κακο κρισία] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
βιβλιοκρισία — η κριτική αξιολόγηση, δημοσιευμένη σε περιοδικό, εφημερίδα ή αυτοτελώς, βιβλίου, πραγματείας ή άρθρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + κρισία < κρίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικό Λεξικό των Σχινά Λεβαδέως] … Dictionary of Greek
ευθυκρισία — η η ορθή κρίση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + κρισία (< κρίση)] … Dictionary of Greek