ἀ-κρισίᾱ

ἀ-κρισίᾱ

ἀ-κρισίᾱ, ἡ (ἄκριτος), 1) Mangel an richtigem Urtheil, Thorheit, Pol. 2, 35, 3. 40, 5, 7, mit ἄνοια verb.; falsche Wahl, περὶ τοὺς φίλους, der Freunde, Luc. Tim. 8. – 2) unentschiedener Zustand, Verwirrung, Xen. Hell. 7, 5, 27, mit ταραχή verb. öfter Pol., z. B, 30, 14, 6. – 3) Bei den Aerzten das Ausbleiben der Krisis.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καρδιοκρισία — καρδιοκρισία, ἡ (Μ) παλμός τής καρδιάς, καρδιοχτύπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + κρισία (< κρίτης ή < κριτος < κρίνω), πρβλ. α δια κρισία, δικαιο κρισία] …   Dictionary of Greek

  • λαοκρισία — η η κρίση που εκφέρεται από τον λαό, λαϊκή ετυμηγορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + κρισία (< κρίση), πρβλ. ευθυ κρισία, υπο κρισία] …   Dictionary of Greek

  • κακοκρισία — και κακοκρισιά, η (AM κακοκρισία) κακή και άδικη κρίση («ἀπειρία καὶ κακοκρισία», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + κρισία (< κριτος < κρίνω), πρβλ. δικαιο κρισία] …   Dictionary of Greek

  • λογοκρισία — Η επέμβαση από μέρους της εξουσίας, ώστε να εμποδιστεί ολικά ή μερικά η με οποιονδήποτε τρόπο διάδοση ιδεών και πληροφοριών. Οι απαρχές της λ. στην Ευρώπη τοποθετούνται στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα θεατρικά έργα, προτού διδαχθούν, υποβάλλονταν… …   Dictionary of Greek

  • ορθοκρισία — ὀρθοκρισία, ἡ (Α) ορθή, δίκαιη κρίση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + κρισία (< κρίσις < κρίνω), πρβλ. κακο κρισία] …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοκρισία — η κριτική αξιολόγηση, δημοσιευμένη σε περιοδικό, εφημερίδα ή αυτοτελώς, βιβλίου, πραγματείας ή άρθρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + κρισία < κρίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικό Λεξικό των Σχινά Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

  • ευθυκρισία — η η ορθή κρίση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + κρισία (< κρίση)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”