περι-πήγνῡμι

περι-πήγνῡμι

περι-πήγνῡμι und περι-πηγνύω (s. πήγνῡμι), rings herum, darüber, daran befestigen; Pind. in tmesi, περὶ δὲ πάξαις Ἄλτιν, Ol. 11, 47, einhägend; einfugen; darum, darüber gerinnen, gefrieren, hart werden lassen, u. pass. ringsum fest werden, gerinnen, frieren, τὰ ὑποδήματα περιεπήγνυντο Xen. An. 4, 5, 14, u. Sp.; vgl. Ar. bei Poll. 10, 113.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περιπήγνυμι — ΜΑ, περιπηγνύω Α στερεώνω, καρφώνω ολόγυρα αρχ. 1. σχηματίζω φραγμό ολόγυρα, περιφράζω 2. ενεργώ ώστε να στερεωθεί ή να συναρμοστεί κάτι γύρω από κάτι άλλο («τὴν τέφραν προσπλάττουσι τῷ βωμῷ καὶ περιπηγνύουσι... παραχέοντες ὕδωρ», Πλούτ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • ευπηγής — εὐπηγής, ές και δωρ. τ. εὐπαγής, ές (Α) 1. (για πρόσωπα) εύσωμος, ρωμαλέος, καλοθρεμμένος, ισχυρός 2. ιατρ. (για μήτρα) συμπαγής, στερεός 3. στερεός, καλά κατασκευασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πηγης (< πήγνυμι «πήζω, στερεώνω»), πρβλ. περι… …   Dictionary of Greek

  • περιάμπαξ — Α επίρρ. ολόγυρα, γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περί * + άμπαξ, πιθ. < ἀνά παξ με συγκοπή (< ἀνά + πάξ*, πρβλ. πήγνυμι)] …   Dictionary of Greek

  • περιπηγής — ές, Α αυτός που έχει πήξει, που έχει παγώσει γύρω από κάποιον ή πάνω σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πηγής (< πήγνυμι), πρβλ. ευ πηγής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”