περι-πέλομαι

περι-πέλομαι

περι-πέλομαι (s. πέλω), drum herum sein, sich herumbewegen; Hom. braucht nur das synkop. partic. περιπλόμενος; – a) vom Orte, c. accus., ἄστυ περιπλομένων δηΐων, indem die Feinde um die Stadt herum sind, d. h. indem sie die Stadt umgeben, umzingeln, Il. 18, 220, wie Ap. Rh. 3, 1150. – b) von der Zeit häufiger, περιπλομένου ἐνιαυτοῠ, περιπλομένων ἐνιαυτῶν, wenn das Jahr, die Jahre um- od. abgelaufen sind und nun ein neuer Zeitkreis beginnt, Od. 1, 16. 11, 248; πέντε περιπλομένους ἐνιαυτούς, die umrollenden, umlaufenden Jahre, Il. 23, 833; vgl. h. Cer. 266, Hes. O. 388 Th. 184. – Auch = περίειμι, überlegen sein, überwinden, τινός, Einen, Ap. Rh. 3, 130.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περιπέλομαι — Α 1. (σχετικά με τόπο) κινούμαι ολόγυρα, περικυκλώνω («ἄστυ περιπλομένων δηίων ὕπο θυμοραϊστέων», Ομ. Ιλ.) 2. (για χρόνο) συμπληρώνομαι και ξαναρχίζω 3. είμαι ανώτερος, υπερτερώ, νικώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πέλομαι «βρίσκομαι»] …   Dictionary of Greek

  • κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

  • πρόσπολος — ὁ, ἡ, Α·1. θεράπων, ακόλουθος 2. ιερέας που βρίσκεται στην υπηρεσία θεού («Λητοῑ πρόσπολος», Ανθ. Παλ.) 3. (ως θηλ.) θεραπαινίδα, θαλαμηπόλος 4. φρ. α) «πρόσπολος φόνου» συνεργός φόνου β) «Βάκχου πρόσπολοι» οι Βάκχες, οι Βακχίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • πωλούμαι — έομαι, και ιων. τ. πωλεῡμαι, Α 1. πηγαίνω πάνω κάτω ή πέρα δώθε 2. πηγαίνω κάπου συχνά, συχνάζω κάπου («περὶ πόλιν πωλεύμενος», Αρχίλ.) 3. (με γεν.) πορεύομαι 4. (για πόρνη) περνώ τη ζωή μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πωλοῦμαι ανάγεται στην εκτεταμένη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”