- ὀξύ-πυκνος
ὀξύ-πυκνος, mit scharfem, hohem πυκνόν (s. dieses), Music.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξύ-πυκνος, mit scharfem, hohem πυκνόν (s. dieses), Music.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσόπυκνος — μεσόπυκνος, ον (Α) φρ. μουσ. «μεσόπυκνοι φθόγγοι» μια από τις τρεις κατηγορίες τών κινούμενων φθόγγων τής αρχαίας ελληνικής μουσικής (βαρύπυκνοι, μεσόπυκνοι, οξύπυκνοι). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πυκνός (πρβλ. βαρύ πυκνος, οξύ πυκνος)] … Dictionary of Greek